-
1 питание
1. (подача горючего, сырья) η τροφοδότηση, η παροχή 2. эл. η παροχή ρεύματοςвключать - συνδέω την -, - от сети - από το δίκτυοбатарейное - από τους συσσωρευτές/το συσσωρευτή3. (снабжение) η παροχή, η τροφοδότηση 4. (пища) η διατροφή, η τροφή общественное - η μαζική εστίαση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > питание